αμεγάλωτος

αμεγάλωτος
-η, -ο
αυτός που δε μεγάλωσε ή δεν μπορεί να μεγαλώσει: Δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί αυτό το δέντρο έμεινε αμεγάλωτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμεγάλωτος — η, ο [μεγαλώνω] αυτός που δεν αυξήθηκε ή δεν επεκτάθηκε ακόμη ή αυτός που δεν είναι δυνατό να επαυξηθεί, να μεγεθυνθεί, να επεκταθεί …   Dictionary of Greek

  • αμεγέθυντος — η, ο βλ. αμεγάλωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναύξητος — η, ο 1. αυτός που δεν αυξήθηκε, αμεγάλωτος: Η πατρική περιουσία έμεινε αναύξητη. 2. (γραμμ.), «αναύξητα ρήματα», τα ρήματα που δεν παίρνουν αύξηση, π.χ. αρχίζω άρχισα, ορίζω όρισα, ησυχάζω ησύχασα, καθίζω κάθισα κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”